Πουλερικά

Οι όρνιθες, καθώς και άλλα οικόσιτα πτηνά, όπως οι χήνες, οι πάπιες, τα περιστέρια και οι φραγκόκοτες εκτρέφονται στην Ελλάδα από την αρχαιότητα. Εκατοντάδες ευρήματα από το σύνολο της Ελληνικής επικράτειας απεικονίζουν οικόσιτα πουλερικά όλων των ειδών, ενώ αρχαία κείμενα αναφέρονται σε απλές ιδιότητές τους και τρόπους μαγειρέματος. Οι γαλοπούλες εισήχθησαν πριν από μερικές εκατονταετίες.

Ιδιαίτερα αισθητή είναι η έλλειψη μελέτης, περιγραφής και επιλεκτικής εκτροφής εγχώριων πουλερικών τους δύο αιώνες, του σύγχρονου Ελληνικού κράτους. Δεν υπάρχουν σταθεροποιημένες φυλές με εθνική ή διεθνή αναγνώριση, παρά την εξέλιξη της επιστήμης της Ζωοτεχνίας, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη όπου αναπτύχθηκαν πολυάριθμες φυλές. Σπάνιες απόπειρες στην Ελλάδα παρέμειναν στο στάδιο εξαγγελίας προθέσεων ή δεν ολοκληρώθηκαν.

Η Ελληνική βιβλιογραφία περιέχει ελάχιστες αναφορές στα εγχώρια πουλερικά, οι οποίες περιορίζονται σε επιφανειακές διαπιστώσεις επί μεμονωμένων χαρακτηριστικών, που δεν συνιστούν απόπειρες πλήρους ζωοτεχνικής περιγραφής. Λακωνικές είναι επίσης οι περιγραφές εγχώριων πουλερικών από ξένες πηγές.

Τα αβελτίωτα εγχώρια πουλερικά διαθέτουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά όπως ο σχετικά άγριος και ανεξάρτητος χαρακτήρας, η ικανότητα επιβίωσης στην ύπαιθρο, η ικανότητα να πετούν σε μεγαλύτερες αποστάσεις, το ένστικτο επώασης των αυγών και ανατροφής των νεοσσών, το μικρότερο μέγεθος, το λιτοδίαιτο των απαιτήσεών τους και η μεγάλη προσαρμοστικότητα στις τοπικές συνθήκες.

Τον 21ο αιώνα η διατήρηση εγχώριων πουλερικών περνά μια περίοδο αυξανόμενης δημοτικότητας. Τα πουλερικά, εξ αιτίας του μικρού μεγέθους, του χαμηλού κόστους συντήρησης, της συμβατότητάς τους με το περιαστικό και ενίοτε αστικό περιβάλλον, θεωρούνται ως τα ευκολότερα είδη προς διατήρηση από σημαντική μερίδα του κοινού, που επιθυμεί να συμβάλει στην διατήρηση εγχώριων φυλών. Όμως, υπάρχουν προβλήματα στην πρόσβαση και απόκτηση γενετικού υλικού με εξασφαλισμένη εντοπιότητα, λόγω των αθρόων εισαγωγών ξένων φυλών, της διάδοσης εμπορικών υβριδίων ακόμη και στα πιο απομονωμένα σημεία της χώρας και των ανεξέλεγκτων διασταυρώσεων στα περισσότερα οικόσιτα σμήνη.

Προβληματική είναι και η πρακτική ανάμιξης εγχώριων ορνίθων από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, με την πεποίθηση ότι εφόσον έχουν 'ντόπια' χαρακτηριστικά, είναι της ίδιας φυλής. Η προσέγγιση αυτή δεν λαμβάνει υπόψιν τις μορφολογικές και άλλες διαφορές τους, πηγάζει από την έλλειψη ενημέρωσης και διαβρώνει διακριτούς πληθυσμούς. Το έντονο ενδιαφέρον που υπάρχει για τα αυτόχθονα πουλερικά, δείχνει πόσο απαραίτητη είναι η έρευνα πεδίου που κάνουν επί σειρά ετών μέλη και συνεργάτες του Δικτύου Αμάλθεια. Η έρευνα πεδίου έχει σημαντικές δυσκολίες στον εντοπισμό και στην πρόσβαση γενετικού υλικού ελεύθερου ξένων επιρροών. Συχνά οι τελευταίοι εκτροφείς τους είναι ηλικιωμένοι, μη συνεργάσιμοι, ενώ τα σμήνη δύσκολα παρατηρούνται όταν διαβιούν σε απομονωμένα σημεία, αποκλεισμένους χώρους ή αγροικίες με τα πτηνά διάσπαρτα, κατά την ελεύθερη βόσκηση.

Παρά τη ραγδαία υποχώρηση των παλαιών πληθυσμών, εντοπίστηκαν μικρά ή μεγαλύτερα σμήνη που πληρούν τα κριτήρια εντοπιότητας βάση του φαινοτύπου και της εμπειρικής παραδοσιακής γνώσης. Συνήθως πρόκειται για χωρικού τύπου εκτροφές με απροσδιόριστο γενετικό υλικό, το οποίο δεν είναι δυνατό να ταξινομηθεί, αφού ποικίλει μορφολογικά, αν και φέρει συνολικά αρχέγονα στοιχεία. Περιστασιακά συναντώνται και παλαιά ομοιογενή σμήνη, προϊόντα επιλεκτικής εκτροφής. Συγκεκριμένα, μικρός αριθμός παλαιών πληθυσμών ορνίθων έχουν εντοπιστεί σε περιοχές του Έβρου, στην πεδινή Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, στα Πιέρια Όρη, στην Ποταμιά Ελασσόνας, στην πεδινή Θεσσαλία, στην Ορεινή Τριφυλία, στην Λήμνο, στην επαρχία Αποκορώνου της Κρήτης, στη Λέσβο, στην Αίγινα και στην Αμοργό. Παλαιές εκτροφές χηνών υπάρχουν στη Θεσσαλία και στην Ανατολική Μακεδονία, ενώ φραγκόκοτας στην ορεινή Φθιώτιδα. Τέλος, εκτρέφονται από χομπίστες τύποι περιστεριών, όπως οι «Βούτες», τα «Ντουνέκια» και τα «Παπαγαλάκια», ενώ σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας υπάρχουν παλαιές εκτροφές εδώδιμων περιστεριών.

Οι παραδοσιακές εκτροφές που εντοπίστηκαν τον 21ο αιώνα εκπροσωπούν ψήγματα των αρχικών πληθυσμών. Κατά κανόνα πρόκειται για σπάνιο γενετικό υλικό με περιορισμένη γεωγραφική εξάπλωση, προϊόν μακρόχρονης προσαρμογής στο περιβάλλον ή αποτέλεσμα ανθρώπινων επιλογών. Ο ταχύς αναπαραγωγικός ρυθμός των περισσότερων πουλερικών, καθιστά εφικτή την αύξηση και επιλεκτική εκτροφή ακόμα και ολιγάριθμων ομάδων τους, εφόσον υπάρχει βούληση και κατάλληλη γνώση. Παράλληλα, απαιτείται γενετική ταυτοποίηση του ζωικού κεφαλαίου τους, με στόχο την ενδεχόμενη ανάδειξη διακριτών εγχώριων πληθυσμών ως αυτόχθονων.