Ο βους (Bos taurus) είναι ίσως το πιο σημαντικό είδος ζώου που εκτρέφει ο άνθρωπος. Όλες οι φυλές αγελάδων, κατάγονται από τον άγριο αρχέγονο βου (Bos primigenius primigenius), που ζούσε στην Ευρασία και τη Βόρεια Αφρική, ή τον ινδικό αρχέγονο βου (Bos primigenius namadicus) που κατοικούσε στην ινδική υποήπειρο. Ο τελευταίος άγριος ευρωπαϊκός βους (Aurochs) πέθανε το 1627 στην κεντρική Πολωνία. Άλλα είδη του φύλου Bovini που κατοικιδιοποιήθηκαν αργότερα στην Ασία ήταν ο Βούβαλος (Bubalus bubalis bubalis), το Γιάκ (Bos grunniens), ο Βους της Ιάβας (Bos javanicus) και το Γκαγιάλ (Bos frontalis). Αντίθετα, ορισμένα είδη του ίδιου φύλου όπως ο Αφρικανικός βούβαλος (Syncerus caffer) και ο Ευρωπαϊκός και Αμερικανικός Βίσωνας (Bison bonasus και Bison bison) δεν κατοικιδιοποιήθηκαν ποτέ.
Η κατοικιδιοποίηση του ευρωπαϊκού βου πραγματοποιήθηκε στις περιοχές της Μεσοποταμίας πριν από 10.000 χρόνια ενώ του ινδικού βου (Ζεμπού) στην κοιλάδα του Ινδού ποταμού, περίπου δύο χιλιετηρίδες αργότερα. Στην Ελλάδα, ο κατοικίδιος βους ήρθε με τους πρώτους άποικους από την Εγγύς Ανατολή πριν από 8.500 χρόνια, όπως δείχνουν αρχαιολογικά ευρήματα στην Κρήτη, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.
Οι μεταναστεύσεις των ανθρώπων, μετέφεραν τα κατοικίδια βοοειδή σε όλο τον κόσμο, αφού εκτός από το κρέας και το γάλα που παρήγαν, ήταν το κύριο ζώο εργασίας που χρησιμοποιούταν τόσο για την καλλιέργεια της γης όσο και για την έλξη και τη μεταφορά παντός είδους φορτίων. Επιπλέον, παρήγαν μια σειρά πολύτιμων προϊόντων όπως το δέρμα, τα κέρατα, οι τρίχες, τα οστά, την κοπριά κ.λπ. τα οποία έχουν διάφορες χρήσεις όπως θέρμανση, λίπανση και βελτίωση εδαφών κατασκευή ιματισμού, εργαλείων, φαρμακευτικών υλικών, όπλων, οικοδομικών υλικών, κλπ.
Η ελληνική μυθολογία είναι γεμάτη από μύθους, όπως η μεταμόρφωση της Ιούς, ερωμένης του Δία, σε αγελάδα και το πέρασμα της από το Βόσπορο, η απαγωγή της Ευρώπης από τον Δία – ταύρο, η γέννηση του Μινώταυρου από τη Πασιφάη, γυναίκα του Μίνωα. Οι Μινωίτες λάτρευαν τον ταύρο ως ιερό ζώο που συμμετείχε στις ιερές τελετές, τα ταυροκαθάψια.
Στις λαϊκές παραδόσεις το βόδι εκτιμάται για τον ήρεμο χαρακτήρα του και για την εργατικότητά του. Είναι πειθήνιο, δυνατό, ανθεκτικό, μπορεί για πολλές ώρες να οργώνει σε πηλώδη εδάφη ή να έλκει βοϊδάμαξες με μεγάλα φορτία σε δύσβατους αγροτικούς δρόμους. Υστερεί του ίππου μόνο στην ταχύτητα, αλλά υπερτερεί στο ασφαλές βάδισμα του, στην οικονομικότητα κτήσης του, στη διατροφή και στην προστιθέμενη αξία του κρέατος και του γάλακτος που παρέχει. Η αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα, έως την εποχή εκμηχάνισης της τις δεκαετίες 1950 - 1960, χρωστάει πολλά στην εργασία των βοών, συμπεριλαμβανόμενου και των βουβαλιών σε πολλές βαλτώδεις περιοχές, χωρίς την οποία θα ήταν αδύνατη η καλλιέργεια της γης και η μεταφορά των αγροτικών προϊόντων.
Η δημιουργία και η τυποποίηση των φυλών από τους τοπικούς πληθυσμούς ξεκίνησε τον 18ο αιώνα στη δυτική και κεντρική Ευρώπη, με αποτέλεσμα στα μέσα του 20ου αιώνα, βελτιωμένες φυλές να εξαχθούν σε όλες τις χώρες και να κυριαρχήσουν είτε σε καθαρόαιμες εκτροφές ή διασταυρούμενες με τις αυτόχθονες φυλές, που είχαν δημιουργηθεί σε κάθε περιοχή του κόσμου, μέσω κυρίως της φυσικής τους προσαρμογής στις τοπικές συνθήκες. Μόνο στην Ευρώπη έως το 2010, έχουν εξαφανιστεί 130 φυλές βοοειδών και από τις υπόλοιπες το 50 % βρίσκεται σε κίνδυνο εξαφάνισης. Στην Ελλάδα, οι περισσότεροι τοπικοί πληθυσμοί δημιουργήθηκαν με φυσική εξέλιξη αυτόχθονων βοοειδών, με ελάχιστη παρέμβαση του ανθρώπου μέσω επιλογής ή εισαγωγής ξένων ζώων. Με την εγκατάλειψη της παραδοσιακής γεωργίας, την εκμηχάνιση και την μονοκαλλιέργεια, ο ουσιαστικός λόγος ύπαρξης των βοοειδών στην αγροτική κοινωνία εξέλειπε. Τα τελευταία αυτόχθονα βοοειδή εγκαταλείφθηκαν στις πιο απομονωμένες ορεινές περιοχές και νησιά για την παραγωγή κρέατος, ενώ βελτιωμένες ξένες φυλές εισήχθησαν για την παραγωγή κρέατος και γάλακτος με οικονομικά κριτήρια. Η ελληνική βιβλιογραφία αναφέρει την ύπαρξη 9 εγχώριων φυλών ως τα τέλη της δεκαετίας του 1960, από τις οποίες οι πέντε (Τήνου, Χίου, Κερκύρας, Άνδρου, Μεσσαράς Κρήτης) θεωρούνται σήμερα οριστικά εξαφανισμένες. Τα τελευταία 5 χρόνια η Αμάλθεια συνεργάζεται με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το LMU πανεπιστήμιο του Μονάχου για τη γενετική ταυτοποίηση των ελληνικών φυλών και πληθυσμών βοοειδών.
![]() Βραχυκερατική |
![]() Κατερίνης |
![]() Συκιάς |
![]() Κέας |
![]() Πρεσπών |
![]() Ορεινής Κρήτης |
![]() Ροδόπης |
![]() Νισύρου |
![]() Καστελορίζου |
![]() Αγαθονησίου |
![]() Ελληνικός Βούβαλος |