ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΟΥΒΑΛΟΣ

Ιστορικά στοιχεία
  Ο ελληνικός βούβαλος (Bubalus bubalis) ανήκει στον τύπο του κοινού νεροβούβαλου, (Murrah) και συγκεκριμένα στον υποτύπο του μεσογειακού Βούβαλου. Ο ελληνικός βούβαλος θεωρείται απόγονος του ευρωπαϊκού νεροβούβαλου που εξαιτίας της γεωγραφικής απομόνωσης του στην λεκάνη της Μεσογείου για πολλά χρόνια, έχει αναπτύξει ορισμένα ιδιαίτερα μορφολογικά και παραγωγικά χαρακτηριστικά.
  Δύο είναι οι κυρίαρχες εκδοχές για την εγκατάσταση των βουβαλιών στην Ελλάδα. Η πρώτη αναφέρεται στους περσικούς πολέμους και το στρατό του Ξέρξη (480-479 π.Χ.) που χρησιμοποιούσε βουβάλια για την μεταφορά των προμηθειών του στρατού του, λόγω της μεγάλης τους δύναμης και της ανθεκτικότητας τους σε δύσκολες συνθήκες. Εικάζεται ότι μετά από επίθεση άγριων ζώων στα περσικά στρατεύματα στην περιοχή του Στρυμόνα, τα βουβάλια σκόρπισαν και από τα εναπομείναντα χαμένα ζώα δημιουργήθηκε ο γηγενής πληθυσμός του Ελληνικού νεροβούβαλου. Η δεύτερη εκδοχή υποστηρίζει την εισαγωγή των βουβαλιών στην Ελλάδα με τις επιδρομές του Αττίλα κατά το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και αργότερα με την επέκταση των τουρκικών φύλων, δηλαδή την ίδια περίοδο που γίνεται η εισαγωγή του πληθυσμού των βουβαλιών στη νότια και ανατολική Ευρώπη.
  Το βουβάλι συνέβαλε σημαντικά στην οικονομία και επιβίωση της ελληνικής οικογένειας σε δύσκολες περιόδους φτώχειας στο τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, ενώ πέρασε στην αφάνεια μετά τη δεκαετία του 1950 με την εισαγωγή βοοειδών υψηλών αποδόσεων από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες το αντικατέστησαν. Ωστόσο, μικρός πληθυσμός βουβαλιών κατάφερε να επιβιώσει σε μερικούς υδροβιότοπους της χώρας με κυριότερο, τη λίμνη Κερκίνη στο νομό Σερρών, όπου εκτρέφεται μέχρι σήμερα ο μεγαλύτερος όγκος του πληθυσμού του. Ο ελληνικός νεροβούβαλος, έχει συμπεριληφθεί στις απειλούμενες με εξαφάνιση και προστατευόμενες φυλές σύμφωνα με τη συνθήκη Ραμσάρ.
  Το 2004 ιδρύθηκε ο Κτηνοτροφικός Συνεταιρισμός Βουβαλοτρόφων Ελλάδας με σκοπός την ανάπτυξη δραστηριοτήτων που καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα της γενετικής βελτίωσης και προώθησης του ελληνικού βουβαλιού στην περιοχή της Βόρειας Ελλάδα. Οι δραστηριότητες του Συνεταιρισμού έχουν επεκταθεί σήμερα σε ολόκληρη την επικράτεια, όπου σε συνεργασία με το Κέντρο Ζωικών Γενετικών Πόρων Θεσσαλονίκης έχει επιτευχθεί η εγγραφή όλου του πληθυσμού των ελληνικών βουβαλιών στο Γενεαλογικό βιβλίο της φυλής.

Μορφολογικά χαρακτηριστικά
  Ο χρωματισμός του δέρματος του ελληνικού βουβάλου ποικίλει από καφέ έως μαύρο και το χρώμα του τριχώματος από σκούρο γκρι έως μαύρο. Τα κέρατα, οι ρώθωνες και οι οπλές είναι μαύρα. Τα περισσότερα ζώα έχουν λευκές κηλίδες στο μέτωπο και τα πόδια. Ορισμένες φορές παρατηρείται μερικός αποχρωματισμός της ίριδας των ματιών, φαινόμενο που καλείται «γαλάζια μάτια».
Flexbox Method


Τα κέρατα είναι μεσαίου μήκους, ενώ των θηλυκών είναι μακρύτερα και λεπτότερα από αυτά των αρσενικών. Έχουν στενόμακρο πρόσωπο με αραιές τρίχες στην κάτω σιαγόνα. Το σώμα είναι συμπαγές και τα πόδια κοντά και δυνατά. Το στήθος είναι βαθύ και η περιοχή της κοιλίας ογκώδης. Η ουρά είναι κοντή στα νεαρά ζώα και σπάνια φτάνει στους ταρσούς, αλλά στα ώριμα ζώα είναι μακριά και η άκρη της μπορεί να ακουμπάει στο έδαφος. Το ύψος των ενήλικων αρσενικών κυμαίνεται 125 έως 145 εκ. και το βάρος τους 400 έως 750 χγρ. Τα θηλυκά έχουν ύψος 120-140 εκ. και βάρος 350-600 χγρ.

Πληθυσμός
  Σήμερα, ο ελληνικός βούβαλος εκτρέφεται κυρίως στην ευρύτερη περιοχή του υγροτόπου της λίμνης Κερκίνης ενώ μεμονωμένες εκτροφές εντοπίζονται επίσης στους νομούς Έβρου, Ροδόπης, Φθιώτιδας, Άρτας, Αιτωλοακαρνανίας, Θεσσαλονίκης, Φλώρινας και Πέλλας. Ο αριθμός των ζώων της φυλής ανέρχεται σε 4.868 άτομα. Ο πληθυσμός του Ελληνικού Βούβαλου βρίσκεται σε ‘Κανονική’ κατάσταση.