Ιστορικά Στοιχεία
Το Κοκοβίτικο πήρε το όνομα του από το χωριό Κόκοβα, σήμερα Σκοτάνη της ορεινής Αχαΐας. Κατά άλλους λέγεται Ακοβίτικο, από το μεσαιωνικό χωριό Άκοβα, κοντά στο σημερινό Βυζίκι Γορτυνίας. Εκτρεφόταν σε δύσβατες ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου στην Αρκαδία, Ηλεία, Αχαΐα, Μεσσηνία. Τα τελευταία ολιγάριθμα ποίμνια εκτρέφονται σε περιοχές γύρω από την Κοντοβάζαινα. Η φυλή αποτελεί πιθανόν εξέλιξη του ορεινού Πελοποννησιακού προβάτου και είναι προσαρμοσμένη στις τοπικές αντίξοες κλιματικές, γεωμορφολογικές συνθήκες. Είναι σκληροτράχηλη, λιτοδίαιτη φυλή, που εκτρέφεται παραδοσιακά, σε μικρά ποίμνια και αποτελεί την κύρια πηγή εισοδήματος για τους εκτροφείς, που έχουν γενικώς χαμηλό βιοτικό επίπεδο και υποτυπώδεις κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις. Η διατροφή της βασίζεται κυρίως στις διαθέσιμες βοσκές, όταν δεν είναι καλυμμένες από χιόνι.
Μορφολογικά Χαρακτηριστικά
Το Κοκοβίτικο πρόβατο είναι λεπτόουρο, αναμικτόμαλλο, μικρόσωμο με σωματότυπο ορεινού τύπου προβάτου. Το μέσο βάρος των κριών είναι 56 χγρ. και των προβατίνων 41 χγρ., ενώ το μέσο ύψος ακρωμίου 63 εκ. και 55 εκ., αντίστοιχα.


Τα αρσενικά φέρουν μεγάλα, ισχυρά ελικοειδή κέρατα, ενώ όλα τα θηλυκά είναι ακέρατα. Το κεφάλι είναι μικρό, κωνικό, με ευθύγραμμο επιρρίνιο και αυτιά μικρά, μάλλον όρθια. Υπάρχουν αρκετά ζώα με πολύ μικρά ή χωρίς καθόλου αυτιά. Τα άκρα είναι κοντά και δυνατά. Η ουρά είναι μακριά και στενή.
Ολόκληρο το σώμα, εκτός από το πρόσωπο και το κάτω μέρος των άκρων, καλύπτεται από πυκνό και μακρύ μαλλί, που το προφυλάσσει αποτελεσματικά από το ψύχος. Η προκόμη είναι ανεπτυγμένη και συχνά φτάνει μέχρι το ύψος των οφθαλμών. Ο χρωματισμός είναι ομοιόμορφος, λευκός στο σώμα, εκτός σπάνιων περιπτώσεων, ενώ στο πρόσωπο και στα άκρα έχουν συνήθως μαύρες κηλίδες διαφόρου μεγέθους.
Πληθυσμός
Υπολογίζεται σε λιγότερα από 400 ζώα, κατατάσσοντας την φυλή σε κατάσταση ‘Κίνδυνος Εξαφάνισης’.